- πορφυρινουρία
- η, Νιατρ. η παρουσία πορφυρινών στα ούρα, τα οποία παίρνουν πορφυρή απόχρωση όταν εκτεθούν στο φως και που οφείλεται σε δηλητηριάσεις, σε ορισμένες μορφές αβιταμίνωσης, ηπατικές ανεπάρκειες και ιδιοπαθείς πορφυρίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. porphyrinuria (< πορφυρίνη* + -ουρία < ουρώ)].
Dictionary of Greek. 2013.